- μεσόφωνος
- Γυναικεία φωνή, της οποίας η έκταση βρίσκεται ανάμεσα στην υψίφωνο (σοπράνο) και στη βαρύφωνο (άλτο)· το βάθος της μ. ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις και εκείνο της μετζοσοπράνο. Η μ. χωρίζεται σε δύο τύπους, στον συνήθη και στον –αρκετά πιο σπάνιο– οξύ, με μεγαλύτερη έκταση που προσεγγίζει εκείνη της υψιφώνου. Οι συνθέτες άρχισαν να αξιοποιούν τη φωνή της μ. μόλις τον 18o αι. Ο Κρίστοφ Γκλουκ εμπιστεύθηκε τον ρόλο του Ορφέα σε φωνή μ., ενώ μ. είναι και ο Ρωμαίος στην όπερα Καπουλέτοι και Μοντέκοι του Βιντσέντσο Μπελίνι. Ο Τζοακίνο Ροσίνι συνέθεσε για μ. το μέρος της Ροζίνας στην όπερα Ο Κουρέας της Σεβίλλης, που πλέον εκτελείται κατά κανόνα από υψίφωνο.
Διάσημες μ. του 19ου αι. υπήρξαν μεταξύ άλλων, η Τζουζεπίνα Γκρασίνι (1773-1850), την οποία επευφήμησε ο Ναπολέων στη Σκάλα του Μιλάνο και την προσκάλεσε στο Παρίσι, καθώς και η Μαριέτα Αλμπόνι (1823-94), μαθήτρια του Ροσίνι. Στον 20ό αι. αναφέρονται οι Μίριαν Άντερσον, επιφανής ερμηνεύτρια των νέγρικων spirituals, η Γκαμπριέλα Μπεζαντσόνι και η Τερέζα Μπεργκάντσα, ενώ στις διεθνούς φήμης μ. συγκαταλέγονται και οι Ελληνίδες Αγνή Μπάλτσα και Μαρκέλλα Χατζιάνο.
* * *-η, -ο, θηλ. και -οςμουσ. το θηλ. ως ουσ. η μεσόφωνοςτραγουδίστρια τής όπερας που η φωνή της κυμαίνεται ανάμεσα στον τόνο τής υψιφώνου, σοπράνο, και τής βαρυφώνου, κοντράλτας, αλλ. μετζοσοπράνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -φωνος (< φωνή), πρβλ. υψί-φωνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].
Dictionary of Greek. 2013.